- άνοιγμα
- το (Α ἄνοιγμα)η πράξη του να ανοίγει κανείς κάτινεοελλ.1. μέρος από όπου υπάρχει πέρασμα, η δίοδος, η είσοδος2. (για ρούχα) το μέρος του υφάσματος που δεν είναι ραμμένο, που παραμένει ελεύθερο3. το μέρος του δάσους που δεν έχει δέντρα, ξέφωτο4. ρωγμή, σχισμή5. το πλατύτερο μέρος μιας έκτασης, ενός τόπου6. εγκαίνια7. ανόρυξη πηγαδιού8. το σκάλισμα του χώματος γύρω από τον κορμό των κλημάτων9. το πέταγμα βλαστών ή ματιών σε ένα φυτό, άνθηση10. έναρξη, αρχή11. αραίωση, (για φυτά) ξεχορτάριασμα12. διάνοιξη, φάρδαιμα, διεύρυνση13. εκταφή νεκρού, ανακομιδή14. ταξίδι, πορεία στο ανοιχτό πέλαγος (στα ανοιχτά)15. διάρρηξη αγγείου ή ιστού του σώματος16. μτφ. η αδυναμία κάποιου να εκπληρώσει εμπορική ή χρηματική υποχρέωση17. παράτολμη πράξη, αποτόλμημααρχ.η διάμετρος («άνοιγμα σφαίρας»).
Dictionary of Greek. 2013.